Το Μανιφέστο του Φουτουρισμού
Ξαγρυπνήσαμε όλη τη νύχτα, οι φίλοι μου κι εγώ, κάτω από πολυελαίους με θόλους από διακοσμητικό μπρούντζο, θόλους με αστέρια στολισμένους σαν τα πνεύματά μας, φέγγοντας σαν αυτά με τη φυλακισμένη ακτινοβολία ηλεκτρικών καρδιών. Για ώρες είχαμε ποδοπατήσει την αταβιστική μας πλήξη σε πλούσια ανατολίτικα χαλιά, φιλονικώντας μέχρι τα τελευταία όρια της λογικής και μαυρίζοντας πολλές δεσμίδες χαρτιού με τις ξέφρενες κακογραφίες μας.
Μια πελώρια υπερηφάνεια μας αναπτέρωνε, διότι αισθανόμασταν μόνοι εκείνη την ώρα, μόνοι, ξύπνιοι και πατώντας στα δικά μας πόδια, ως υπερήφανοι φάροι ή φρουροί πρώτης γραμμής ενάντια σε ένα στρατό από εχθρικούς αστέρες που κοιτούσαν κατωθέν τους εμάς από τα ουράνια στρατόπεδά τους. Μόνοι με θερμαστές να ταΐζουν τις διαβολεμένες πυρκαγιές σπουδαίων πλοίων, μόνοι με μαύρα φαντάσματα που ψαχουλεύουν στις φλογερές κοιλιές ατμομηχανών που εκτοξεύτηκαν στο παλαβό τους διάβα, μόνοι με μεθύστακες που τυλίγονται σαν λαβωμένα πουλιά κατά μήκος των τοίχων της πόλης.
Ξαφνικά πηδήξαμε, ακούγοντας τον ισχυρό θόρυβο των τεράστιων διώροφων τραμ που βούιζαν απ’ έξω, πλημμυρισμένα με πολύχρωμα φώτα, όπως χωριά σε διακοπές που ξαφνικά χτυπήθηκαν και εκτοπίστηκαν απ’ τις πλημμύρες του Πάδου και σύρθηκαν μέσα από καταρρά κτες και ποτάμια στη θάλασσα.
Κατόπιν η σιγή βάθυνε. Αλλά, καθώς ακούγαμε το παλιό κανάλι να γογγύζει με τις ασθενικές προσευχές του και να κάνει τα κόκκαλα των αρρωστιάρικων παλατιών να τρίζουν πάνω από τις υγρές πράσινες γενειάδες τους, ακούσαμε ξαφνικά κάτω από τα παράθυρα την πεινασμένη βοή των αυτοκινήτων.
«Εμπρός πάμε!» είπα. «Φίλοι, μακρυά! Εμπρός πάμε! Η Μυθολογία και το Ιδεώδες του Μυστικισμού ηττήθηκαν επιτέλους. Είμστε έτοιμοι να δούμε τη γέννηση του Κενταύρου και αμέσως μετά την πρώτη πτήση των Αγγέλων!… Πρέπει να ταρακουνηθούμε στις πύλες της ζωής, να δοκιμάσουμε τις βίδες και τους μεντεσέδες. Εμπρός πάμε! Κοιτάξτε εκεί, πάνω στη γη, το πρώτο χάραμα! Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αντιταχθεί στο μεγαλείο του κόκκινου ξίφους του ήλιου, που χτυπά για πρώτη φορά τη χιλιετή μας κατήφεια!»
Ανεβήκαμε στα τρία θηρία που ξεφυσούσαν, για να ακουμπήσουμε ερωτικά χέρια στα φλογερά στήθη τους. Απλώθηκα στο αμάξι μου όπως ένα πτώμα στο μνημείο του, αλλά ξαναζωντάνεψα μονομιάς κάτω από τον περιστρεφόμενο τροχό, μια λεπίδα γκιλοτίνας που απειλούσε το στομάχι μου.
Η μαινόμενη σκούπα της τρέλας μας πέταξε έξω από τους εαυτούς μας και μας οδήγησε διαμέσω δρόμων τόσο ακατέργαστων και βαθιών όσο οι κοίτες των χειμάρρων. Εδώ κι εκεί, το άρρωστο φως της λάμπας μέσα απ’ το γυαλί του παραθύρου μας δίδαξε να δυσπιστούμε για την εξαπάτηση των μαθηματικών των σκοτωμένων ματιών μας.
Παραπονέθηκα, «Το άρωμα, το άρωμα και μόνο είναι αρκετό για τα θηρία μας.»
Και σα νεαρά λιοντάρια τρέξαμε ξωπίσω του Θανάτου, το σκοτεινό τομάρι του στιγματίστηκε με ωχρούς σταυρούς καθώς δραπέτευσε από το μεγάλο ουρανό που ζούσε και καρδιοχυπούσε στο βιολετί.
Αλλά δεν είχαμε ιδανική Κυρία να υψώσει τη θεϊκή μορφή της στα σύννεφα, ούτε καμιά βίαιη Βασίλισσα στην οποία να προσφέρουμε τα κορμιά μας, στριφτά σα Βυζαντινά δαχτυλίδια! Δεν υπήρχε τίποτα να μας κάνει να ευχόμαστε για θάνατο, εκτός από την ευχή να ελευθερωθούμε επιτέλους απ’ το φορτίο του θάρρους μας!
Και συνεχίσαμε να αγωνιζόμαστε, εξαπολύοντας μαντρόσκυλα ενάντια σε σκαλωσιές, στραβώνοντας τα κάτω από τα φλεγόμενα ελαστικά μας όπως κολλάρα κάτω από σίδερο. Ο θάνατος, πολιτογραφημένος, με συναντούσε σε κάθε γύρο, με χάρη κρατώντας πόδι ζώου ή μια στο τόσο με το να στρογγυλοκάθεται, κάνοντας μου τα βελούδινα χαϊδεμένα μάτια από κάθε λακκούβα με νερό.
«Ας βγούμε απ’ αυτό το απαίσιο κέλυφος σοφίας και ας ρίξουμε τους εαυτούς μας σαν περήφανα-ώριμα φρούτα στο ευρύ, παραμορφωμένο στόμα του ανέμου! Ας δώσουμε τους εαυτούς μας τελείως στο άγνωστο, όχι στην απόγνωση παρά μόνο για να τροφοδοτηθούν οι βαθιές πηγές του Παραλόγου!»
Οι λέξεις είχαν μόλις βγει απ’ το στόμα μου όταν στριφογύρισα το αυτοκίνητό μου με τη φρενίτιδα ενός σκύλου που προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του, κι εκεί, ξαφνικά, υπήρχαν δύο ποδηλάτες που έρχονταν κατά πάνω μου, κουνώντας τους καρπούς τους, που ταλαντεύονταν σαν δυο εξίσου πειστικά αλλά ωστόσο αντιφατικά επιχειρήματα. Το χαζό τους δίλημμα μπλόκαρε το δρόμο μου- Να πάρει! Ωχ!… Σταμάτησα στο τσακ και προς αηδία μου έπεσα σ’ ένα χαντάκι με τις ρόδες μου στον αέρα…
Ένα μητρικό χαντάκι, σχεδόν γεμάτο με λασπώδες νερό! Δίκαιε αγωγέ εργοστασίου! Ρούφηξα τη θρεπτική σου λάσπη· και θυμήθηκα το ευλογημένο μαύρο κτήνος της Σουδανής νοσοκόμας μου… ‘Οταν ανήλθα -ξεσκισμένος, ρυπαρός και βρωμερός- κάτω από το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητό μου, ένιωσα το λευκό-ζεστό σίδερο της χαράς απολαυστικά να διαπερνά την καρδιά μου!
Ένα πλήθος ψαράδων με χειραγωγούς και αρθριτικούς νατουραλιστές είχαν ήδη εξαπλωθεί γύρω από το θαύμα. Με υπομονετική, στοργική φροντίδα αυτοί οι άνθρωποι εξοπλίστηκαν μ’ ένα ψηλό γερανό και σιδερένιους γάντζους για να ψαρέψουν το αυτοκίνητό μου, σαν ένα μεγάλο καρχαρία στην παραλία. Αυτό ανασύρθηκε από το χαντάκι, αργά, αφήνοντας στον πάτο, σαν λέπια, το βαρύ του πλαίσιο της λογικής και την απαλή ταπετσαρία της άνεσης.
Νόμιζαν πως ήταν νεκρός, ο όμορφος καρχαρίας μου, αλλά ένα χάδι από μένα ήταν αρκετό για να τον αναστήσει· και να’ τος λοιπόν, ζωντανός και πάλι, να τρέχει πάνω στα ισχυρά του πτερύγια!
Κι έτσι, έρχονται αντιμέτωποι οι σπιλωμένοι με τους καλούς ρύπους εργοστασίων –τα γύψινα με τα μεταλλικά απόβλητα, με άσκοπο ιδρώτα, με ουράνια αιθάλη- εμείς μωλωπισμένοι, τα χέρια μας σε αναρτήρες, αλλά ατρόμητοι, δηλώσαμε τις υψηλές μας προθέσεις σε κάθε τι ζωντανό στη γη:
1. Σκοπός μας είναι να τραγουδήσουμε τον έρωτα του κινδύνου, το φρόνημα της ενέργειας και της αφοβίας.
2. Το θάρρος, η τόλμη και η εξέγερση θα είναι τα ουσιώδη στοιχεία της ποίησης.
3. Μέχρι σήμερα η λογοτεχνία έχει εκθειάσει την ακινησία της σκέψης, την έκσταση και τον ύπνο. Σκοπός είναι να εξάρουμε την επιθετική δράση, την πυρετώδη αϋπνία, τον διασκελισμό του δρομέα, το θανάσιμο άλμα, την γροθιά και τον κόλαφο.
4. Επιβεβαιώνουμε ότι η μεγαλοπρέπεια του κόσμου έχει εμπλουτιστεί με μια νέα ωραιότητα: την ωραιότητα της ταχύτητας. Ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο του οποίου η εξάτμιση κοσμείται με μεγάλους σωλήνες, σαν ερπετά με εκρηκτική ανάσα – ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο που καλπάζει μανιασμένο είναι ωραιότερο από τη Νίκη της Σαμοθράκης.
5. Θέλουμε να υμνήσουμε τον άντρα που κρατάει το τιμόνι, που εκσφενδονίζει το δόρυ του πνεύματος σε όλον τον πλανήτη, σ’ όλο το μήκος της τροχιάς του.
6. Ο ποιητής πρέπει να αφιερώσει τον εαυτό του με ζέση, μεγαλείο και γενναιοδωρία, να διογκώσει την ενθουσιώδη θέρμη των αρχέγονων στοιχείων.
7. Πέρα από τον αγώνα, δεν υπάρχει άλλη ομορφιά. Έργο χωρίς επιθετικό χαρακτήρα δεν μπορεί να είναι αριστούργημα. Η ποίηση πρέπει να συλληφθεί ως βίαιη επίθεση κατά αγνώστων δυνάμεων, ως τιθάσσευση και υποταγή τους ενώπιον του ανθρώπου.
8. Βρισκόμαστε στο έσχατο ακρωτήρι των αιώνων! … Ποιος ο λόγος να κοιτάμε προς τα πίσω, όταν αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις μυστηριώδεις πόρτες του Αδύνατου; Ο Χώρος και ο Χρόνος πέθαναν χθες. Ζούμε ήδη στο απόλυτο, διότι έχουμε δημιουργήσει την αιώνια, πανταχού παρούσα ταχύτητα.
9. Θα δοξολογήσουμε τον πόλεμο –τη μόνη υγιεινή του κόσμου–, τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την χειρονομία των αγγελιαφόρων της ελευθερίας που σπέρνουν τον όλεθρο, τις ωραίες ιδέες που γι’αυτές αξίζει κανείς να πεθάνει, και την περιφρόνηση για τη γυναίκα.
10. Θα καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τις ακαδημίες όλων των ειδών, θα πολεμίσουμε την ηθικοκρατία, τον φεμινισμό, κάθε ευκαιριακή ή χρησιμοθηρική δειλία.
11. Θα υμνήσουμε τα μεγάλη πλήθη τα συνεπαρμένα από την εργασία, την ηδονή και τα έκτροπα. Θα τραγουδήσουμε τις πολύχρωμες, πολυφωνικές παλίρροιες της επανάστασης στις μοντέρνες πρωτεύουσες. Θα τραγουδήσουμε τον δονούμενο νυχτερινό πυρετό των οπλοστασίων και των ναυπηγείων που αστράφτουν βίαια κάτω από τα ηλεκτρικά φεγγάρια. Τους άπληστους σιδηροδρομικούς σταθμούς που καταβροχθίζουν τις σερπαντίνες του καπνού. Τα εργοστάσια που κρέμωνται απ’ τα σύννεφα με τις στραβές γραμμές του καπνού τους. Τις γέφυρες που δρασκελούν τους ποταμούς σαν γίγαντες αθλητές, σπινθηρίζοντας στον ήλιο με τη λάμψη του μαχαιριού. Τα περιπετειώδη ατμόπλοια που οσφραίνονται τον ορίζοντα. Τις βαθύστερνες μηχανές που οι τροχοί τους ψαύουν τις ράγες σαν οπλές ταράστιων χαλύβδινων αλόγων που έχουν χαλινό από σωλήνα. Και την κομψή πτήση των αεροπλάνων που οι έλικες τους πλαταγίζουν στον άνεμο σαν σημαίες και μοιάζουν με αλαλαγμούς ενθουσιασμού ενός πλήθους.
Le Figaro - 20 Φεβρουαρίου 1909